- ἀδιάπταιστος
- ἀ-διά-πταιστος, unfehlbar
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀδιάπταιστος — masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάπταιστος — η, ο (Α ἀδιάπταιστος, ον) [διαπταίω] αυτός που δεν υποπίπτει σε λάθη, αλάνθαστος, άψογος, άμεμπτος … Dictionary of Greek
ἀδιαπταίστως — ἀδιάπταιστος adverbial ἀδιάπταιστος masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάπταιστον — ἀδιάπταιστος masc/fem acc sg ἀδιάπταιστος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)